μηχανοποίητος

μηχανοποίητος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος με μηχανή: Μηχανοποίητα ενδύματα (αντίθ. χειροποίητος, -η, -ο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηχανοποίητος — η, ο αυτός που είναι κατασκευασμένος με μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιώ (πρβλ. χειροποίητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκάμωτος — η, ο ο μηχανοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καμωτός (< καμώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”